- ᾀσματοκάμπτης
- ᾀσμᾰτο-κάμπτης, ου, ὁ,A twister of song, of Trag. and Dithyrambic poets, Ar.Nu.333:—hence [suff] ᾀσμᾰτο-καμπέω, Tz. in An.Ox.3.339.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασματοκάμπτης — ἀσματοκάμπτης, ο (Α) αυτός που στρίβει με περίεργο τρόπο τα άσματα (ειρωνική λέξη του Αριστοφάνη για τους διθυραμβοποιούς της εποχής του). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσμα + καμπτης < κάμπτω] … Dictionary of Greek
ᾀσματοκάμπτας — ᾀσματοκάμπτᾱς , ᾀσματοκάμπτης twister of song masc acc pl ᾀσματοκάμπτᾱς , ᾀσματοκάμπτης twister of song masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… … Dictionary of Greek